ξεχάνω

ξεχάνω
βλ. ξεχνώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεχάνω — βλ. ξεχνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα …   Dictionary of Greek

  • ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”